- βιότοπος
- gisement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
βιότοπος — Όρος στη βιογεωγραφία και στην οικολογία για τον προσδιορισμό μιας περιοχής με καθορισμένο περιβάλλον, στην οποία ζουν ένα ή πολλά είδη φυτικών ή ζωικών οργανισμών. Η ζωή των ζώων π.χ. είναι στενά συνδεδεμένη με τον φυτικό κόσμο ενός… … Dictionary of Greek
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek
πολυσαπροβιότοπος — ο, Ν βιολ. υδάτινο περιβάλλον με μεγάλο ποσοστό μόλυνσης από οργανικό υλικό, με λίγο ή καθόλου διαλυμένο οξυγόνο και με άφθονα βακτήρια, όπου σχηματίζονται σουλφίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polysaprobic (< πολυ * + σαπρός +… … Dictionary of Greek
Κερκίνη — I Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 38 μ., 1.472 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 65 χλμ. ΒΔ της πόλης των Σερρών, κοντά στην όχθη της ομώνυμης λίμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
μικροβιότοπος — Μια επί μέρους περιοχή ενός ευρύτερου βιότοπου στην οποία έχει προσαρμοστεί ένας ή περισσότεροι πληθυσμοί και στην οποία οι περιβαλλοντικοί παράγοντες υφίστανται μικρότερες διακυμάνσεις απ’ ότι στο σύνολο του βιότοπου. Το τροπικό δάσος, για… … Dictionary of Greek
Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… … Dictionary of Greek